- βιβλιοσκώληξ
- ο1. το σκουλήκι που καταστρέφει τα βιβλία2. μανιώδης φίλος των βιβλίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + σκώληξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Αλέξ. Φιλαδελφέα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek